- κατῄκιζον
- καταικίζωmaltreatimperf ind act 3rd pl (attic epic)καταικίζωmaltreatimperf ind act 1st sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαγκωνίζω — ΜΑ δένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκών κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ αγκων ίζω)] … Dictionary of Greek